- ἐπαείδων
- ἐπαείδωsing topres part act masc nom sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαείδω — ἐπαείδω και αττ. έπφδω (Α) [αείδω] 1. τραγουδώ για κάτι, σε κάποια ευκαιρία («άλλ ἐπάειδε Καλλίνικον ᾠδὰν ἐμῷ χορῷ», Ευ ρ.) 2. τραγουδώ ως επωδή* 3. (απολ.) χρησιμοποιώ ξόρκια, επωδές 4. (η μτχ. ως επίρρ.) ἐπαείδων και ἐπᾴδων με επωδές, με ξόρκια … Dictionary of Greek
ԴԻՒԹ — (ի, աց կամ ից.) NBH 1 0629 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 12c, 13c գ. ἑπᾴδων, ἑπαείδων incantator, excantator, μάντις vates, hariolus, μάγος magus Կախարդ. դիւակոչ. հմայօղ. վհուկ. մոգ. գէտ. թովիչ. ... *Զվհուկս եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)